- ομηρεύω
- (I)ὁμηρεύω (Α) [όμηρος]1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.)2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.)3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή κάτι ως εγγύηση («τῶν δ' ὁμηρεύσας τέκνα», Ευρ.)4. μέσ. ὁμηρεύομαιδίνω ομήρους ως εγγύηση.————————(II)ὁμηρεύω (Α) [όμηρος (II)]ιων. τ. προπορεύομαι και οδηγώ τυφλό.————————(III)ὁμηρεύω (Α)συναρμόζω, συναρμολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού ὁμηρῶ, κατά τα ρήματα σε -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.